πρισθῇ

πρισθῇ
πρῑσθῇ , πρίω
aor subj pass 3rd sg
πρίζω
saw
aor subj pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταξέω — (AM) τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω αρχ. 1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.) 2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω 3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξέω «χαράζω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”